Ιατρικό Λεξικό: Αμυλοείδωση
|
Η αμυλοείδωση είναι μία ομάδα ασθενειών, που προκύπτουν από την ανώμαλη εναπόθεση σε διάφορους ιστούς του σώματος, μίας συγκεκριμένης πρωτεΐνης που ονομάζεται αμυλοειδές. Ανάλογα με τη δομή της συγκεκριμένης αμυλοειδούς, η πρωτεΐνη μπορεί να συσσωρεύεται σε έναν απομονωμένο ιστό ή να είναι ευρέως διαδεδομένη, επηρεάζοντας πολλά όργανα και ιστούς. Η αμυλοειδούς πρωτεΐνη μπορεί να εναποθέσει σε μια μεμονωμένη περιοχή και μπορεί να μην είναι επιβλαβής και να επηρεάσει μόνο ένα ιστό του σώματος, αλλοιώνοντας τη λειτουργία του ή να τοποθετηθεί σε όλο το σώμα.
|
|