Ιατρικό Λεξικό: Γονόρροια
|
Γονόρροια είναι μία φλεγμονώδης λοίμωξη που μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή και προσβάλλει τους βλενογγόνους της ουρήθρας και τον κόλπο της γυναίκας. Αιτίες: η μόλυνση προκαλείται απο το σεξουαλικό μεταδιδόμενο βακτήριο, τον γονόκκοκο Naisseria. Συνήθως μεταδίδεται με τη σεξουαλική πράξη αλλά μπορεί να μεταδοθεί και με μολυσμένες πετσέτες, σφουγγάρια ή ρούχα. Συμπτώματα: Τα συμπτώματα της γονόρροιας βλεννόριας εμφανίζονται μέσα σε διάστημα 2 εώς 10 ημερών μετά την επαφή με το μολυσμένο άτομο. Στις γυναίκες το διάστημα αυτο μπορεί να φθάσει εως και τις 3 εβδομάδες, προσβάλλοντας το αιδοίο, τον κόλπο, την ουρήθρα και τον τράχηλο της μήτρας. Συγκεκριμένα στη γυναίκα η λοίμωξη δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, ενώ στο 30 με 40% των περιπτώσεων δεν παρατηρείται κανένα σύμπτωμα. Ενδείξεις ή συμπτώματα της μόλυνσης αποτελούν: Μόλυνση και ερεθισμός του τραχήλου της μήτρας, συχνοουρία, αίσθημα κνησμού (φαγούρα) και καύσου (κάψιμο) στην περιοχή της μήτρας, συνήθως συνοδευόμενη από παχύρρευστη κιτρινωπή εώς πρασινωπή έκκριση πύου, ενοχλήσεις στην περιπρωκτική περιοχή καθώς και αιμορραγία μεταξύ των περιόδων ωορρηξίας. Το πιο συνηθισμένο μέρος όπου εντοπίζεται στον άνδρα είναι η ουρήθρα όπου και προκαλεί την οξεία ή χρόνια ουρηθρίτιδα. Αναλυτικότερα ενδείξεις και συμπτώματα είναι τσιμπήματα στην ουρήθρα του πέους, πόνος ή κάψιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης, θολά ούρα στις περισσότερες περιπτώσεις, πόνο κατά την στύση, παχύρρευστη κιτρινωπή έκκριση πύου από το πέος στο 50% των περιπτώσεων, φλεγμονή των όρχεων, φλεγμονή του προστάτη, ερεθισμός των βλεννογόνων του ματιού που ονομάζεται γονοκοκκική οφθαλμία (πάθηση που αν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση). Θεραπεία: η γονόρροια αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά και συνήθως με την πενικιλίνη, με μία απλή ένεση. Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση, είναι απαραίτητο να γίνονται μικροβιολογικές εξετάσεις συχνά και για 3-4 εβδομάδες, ώστε να είναι σίγουρο ότι ο ασθενής έχει θεραπευτεί.
|
|