Ιατρικό Λεξικό: Οστεοπόρωση
|
Οστεοπόρωση είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο σκελετός, τα κόκαλα χάνουν την οστική τους μάζα, γίνονται πιο αδύνατα, πιο εύθραυστα και σπάζουν ευκολότερα. Έτσι προκαλείται αυξανόμενος κίνδυνος κατάγματος (σπασίματος) των οστών, καθώς μειώνεται η ανθεκτικότητα και η ελαστικότητά τους. Η οστεοπόρωση εμφανίζεται στις γυναίκες μετά την κλιμακτήριο και γενικά σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Οι αιτίες που την προκαλούν μπορεί να είναι κληρονομικότητα, χαμηλό σωματικό βάρος, μακροχρόνια κατάκλιση, η ύπαρξη προηγούμενου κατάγματος, καθώς και η χρήση αλκοόλ και το κάπνισμα. Επίσης, κάποιες συνυπάρχοντες παθήσεις, όπως για παράδειγμα η ρευματοειδής αρθρίτιδα, μπορούν να οδηγήσουν σε ρευματοπάθεια. Η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης γίνεται είτε με την πρόληψη είτε με φαρμακευτική αγωγή.
|
|